- κλινική
- ηβλ. κλινικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλινική — η θεραπευτικό ίδρυμα ή τμήμα νοσοκομείου για ασθενείς ορισμένων ασθενειών: Είναι σ αυτή τη μαιευτική κλινική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλινική δοκιμασία — Μελέτη ομάδας ασθενών, η οποία παρακολουθείται με προσοχή, προκειμένου να αξιολογηθούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια μιας θεραπείας … Dictionary of Greek
κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… … Dictionary of Greek
χαραμής — Επώνυμο οικογένειας Ελλήνων οφθαλμιάτρων. 1. Ιωάννης. Γιος του Σπήλιου (1901). Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Παρίσι, όπου διετέλεσε βοηθός της εκεί πανεπιστημιακής οφθαλμολογικής κλινικής επί 5 χρόνια. Όταν γύρισε στην Αθήνα, διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Φρόιντ, Ζίγκμουντ — (Freud, Φράιμπεργκ, σήμερα Πρίμπορ, Μοραβία 1856 – Λονδίνο 1939). Αυστριακός νευροπαθολόγος. Είναι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Πρωτότοκος από 7 αδέλφια, γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του Εβραίου εμπόρου Γιάκοπ Φρόιντ και τα πρώτα χρόνια της… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
αστυκλινική — η κλινική της πόλης, πολυκλινική. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + κλινική. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στα Βασιλικά Διατάγματα] … Dictionary of Greek
ενδοκαρδίτιδα — Φλεγμονή του ενδοκαρδίου ή και των καρδιακών βαλβίδων, που συνήθως οφείλεται σε δευτεροπαθή βακτηριδιακή λοίμωξη, αλλά και σε άλλους παθογόνους παράγοντες. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει γενικά ταχυκαρδία, πυρετό, συμπτώματα εγκατεστημένης… … Dictionary of Greek
επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια … Dictionary of Greek
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek